- ποτόν
- τὸ ποτόν напиток, питье
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
ποτόν — drunk neut nom/voc/acc sg ποτός drunk masc acc sg ποτός drunk neut nom/voc/acc sg πρόσειμι 1 sum pres part act masc voc sg (epic doric) πρόσειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτόν — και δωρ. τ. ποτὶ τόν, Α (λακων. τ.) προς τον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πο(τ) τόν < ποτί* με αποκοπή πριν από το άρθρο τόν] … Dictionary of Greek
πότον — πότος drinking bout masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βόρβόρῳ ὑδωρ Λαμπρὸν μαίνων, οὔποδ’ εὑρήσεις ποτόν. — βόρβόρῳ ὑδωρ Λαμπρὸν μαίνων, οὔποδ’ εὑρήσεις ποτόν. См. Не плюй в колодезь, приведется воды напиться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ποτοῖς — ποτόν drunk neut dat pl ποτός drunk masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτοῖσι — ποτόν drunk neut dat pl (epic ionic aeolic) ποτός drunk masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) πρόσειμι 1 sum pres part act masc/neut dat pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτοῖσιν — ποτόν drunk neut dat pl (epic ionic aeolic) ποτός drunk masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) πρόσειμι 1 sum pres part act masc/neut dat pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτῷ — ποτόν drunk neut dat sg ποτός drunk masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάποτον — κατάποτον, τὸ (Α) 1. καταπότι, χάπι 2. στον πληθ. τὰ κατάποτα πράγματα που καταπίνονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ποτον (< ποτόν < ποτός < πίνω), πρβλ. ηδύ ποτον, φιλτρό ποτον] … Dictionary of Greek
ποτός — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Θάσου, του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεολόγου. * * * ή, ό, Α 1. κατάλληλος για πόση, πόσιμος («ποτὸν ὕδωρ», Θουκ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ποτόν βλ. ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο τού … Dictionary of Greek
γάποτον — γά̱ποτον , γάποτος to be drunk up by Earth masc/fem acc sg γά̱ποτον , γάποτος to be drunk up by Earth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)